Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτόστομος

From LSJ
Revision as of 18:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόστομος Medium diacritics: λεπτόστομος Low diacritics: λεπτόστομος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: leptóstomos Transliteration B: leptostomos Transliteration C: leptostomos Beta Code: lepto/stomos

English (LSJ)

ον, with small mouth, Arist.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 31] mit kleinem Munde, Gegensatz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος, κακό-στομος].