κοροκόσμιον
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
τό, A girl's toy or ornament, of masks placed at crossroads, AB102, cf. Sch.Theoc.2.110. II pupil of the eye, PLond. 1821.27.
Greek (Liddell-Scott)
κοροκόσμιον: τό, κορασίου παιγνίδιον ἢ κόσμημα, Κλήμ. Ἀλ. 51, Α. Β. 102.
Greek Monolingual
κοροκόσμιον, τὸ (Α)
1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού
2. η κόρη του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ-η + συνδετικό φωνήεν -ο- + κόσμ-ιον «στολίδι» (< κόσμος)].
German (Pape)
τό, Mädchenputz, Vetera Lexica Nach B.A. 102 barbarisch und eigtl. = hölzerne Puppen.