ἱερόφωνος

From LSJ
Revision as of 19:56, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόφωνος Medium diacritics: ἱερόφωνος Low diacritics: ιερόφωνος Capitals: ΙΕΡΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hieróphōnos Transliteration B: hierophōnos Transliteration C: ierofonos Beta Code: i(ero/fwnos

English (LSJ)

ον, with sacred voice: as substantive, prob. utterer of oracles, CIG4684 (Egypt), IG14.914 (Ostia); prob. read for ἠεροφώνων in Il.18.505 by Suid., Phot. (expld. by μεγαλοφώνων); f.l. for ἱμερο- in Alcm.26.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόφωνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων ἱερὰν φωνήν: ὡς οὐσιαστ., πιθαν. ὁ ἀπαγγέλων τοὺς χρησμοὺς ἱερεύς, ὑποφήτης, Ἐπιγραφ. Αἰγυπτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4684, πρβλ. 6000· - παρὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ. ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μεγαλόφωνος· - πρβλ. ἱμερόφωνος.

Greek Monolingual

ἱερόφωνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ιερή φωνή
2. το αρσ. ως ουσ.ἱερόφωνος
ο ιερέας που απαγγέλλει τους χρησμούς, ο υποφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. άφωνος, καλλίφωνος].

German (Pape)

mit heiliger Stimme, Vetera Lexica, erkl. μεγαλόφωνος.