κόσμησις

From LSJ
Revision as of 14:46, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόσμησις Medium diacritics: κόσμησις Low diacritics: κόσμησις Capitals: ΚΟΣΜΗΣΙΣ
Transliteration A: kósmēsis Transliteration B: kosmēsis Transliteration C: kosmisis Beta Code: ko/smhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, ordering, arrangement, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσι καὶ κοσμήσεσι Pl.Grg. 504 d, cf. Criti.117 b(sg.): adornment, Arist.Oec.1344a19; pl., Plu. Thes.23: metaph., dignity, ἡ τῆς πόλεως καὶ τοῦ βουλευτηρίου κ. BGU 1024 viii 10 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1491] ἡ, das Ordnen, Schmücken, der Schmuck; ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Plat. Gorg. 504 d; Critia. 117 b; Sp., wie Plut. Thes. 23.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
parure.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόσμησις -εως, ἡ [κοσμέω] het ordenen, ordening:; ταῖς τῆς ψυχῆς... κοσμήσεσι voor de ordenende processen van de ziel Plat. Grg. 504d; opsmuk.

Russian (Dvoretsky)

κόσμησις: εως ἡ
1 благоустроенность, упорядоченность, слаженность, гармоничность (αἱ τῆς ψυχῆς κοσμήσεις Plat.);
2 устройство, украшение, орнаментировка (sc. τοῦ λουτροῦ Plat.);
3 украшение, наряд (ἀλοιφαὶ καὶ κοσμήσεις Plut.).

Greek Monotonic

κόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διεθέτηση, διαρρύθμιση, διακόσμηση, διάταξη, στολισμός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κόσμησις: -εως, ἡ, διευθέτησις, διάταξις, τακτοποίησις, στολισμός, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.

Middle Liddell

κόσμησις, εως κοσμέω
an ordering, disposition, arrangement, adornment, Plat.