μαρμαρίζω
From LSJ
English (LSJ)
= μαρμαίρω, ἀκτῖνας προσώπου -ιζούσας Pi.Fr.123.2; ἡ -ίζουσα πέτρα, of quartz rock containing gold, D.S.3.12.
Russian (Dvoretsky)
μαρμᾰρίζω: (только part. praes.)
1 блистать, сверкать (ἀκτῖνες μαρμαρίζοισαι Pind.);
2 быть твердым как (или похожим на) мрамор (πέτρα μαρμαρίζουσα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρίζω: μαρμαίρω, Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἡ μαρμαρίζουσα πέτρα, πυριτόλιθος περιέχων χρυσόν, Διόδ. 3. 12· μ. ἄστρα Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. σ. 356E, ἔνθα κακῶς μαρμαρυζόντων.
Greek Monolingual
μαρμαρίζω (Α) μαρμάρεος (I)]
μαρμαίρω, ακτινοβολώ, αστράφτω.
German (Pape)
= μαρμαίρω, schimmern, glänzen; ἀκτῖνας ὄσσων μαρμαριζοίσας, Pind. frg. 88; πέτρα μαρμαρίζουσα, das marmorharte Gestein, DS. 3.12.