νεότμητος

From LSJ
Revision as of 15:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότμητος Medium diacritics: νεότμητος Low diacritics: νεότμητος Capitals: ΝΕΟΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neótmētos Transliteration B: neotmētos Transliteration C: neotmitos Beta Code: neo/tmhtos

English (LSJ)

Dor. νεό-τμᾱτος, ον, newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, eben erst geschnitten, abgeschnitten; Plat. Tim. 80 d; Theocr. 7, 134; κρηπῖδες, Luc. adv. ind. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement coupé ou taillé.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεότμητος: дор. νεότμᾱτος 2
1 свежесрезанный (τὰ νεότμητα καρπῶν Plat.; οἰνάρεα Theocr.);
2 свежескроенный (κρηπῖδες Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεότμητος: Δωρ. -τμᾱτος, ον, ὁ νεωστὶ τμηθείς, ἀποσπασθείς, κατακοπείς, διαιρεθείς, Πλάτ. Τίμ. 80D, Θεόκρ. 7. 134, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, -ον)
αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό-τμητος, ημί-τμητος].

Greek Monotonic

νεότμητος: Δωρ. -τμᾶτος, -ον, φρεσκοκομμένος, αυτός που πρόσφατα κόπηκε, που μόλις αποσπάστηκε, που διαιρέθηκε πριν λίγο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

νεό-τμητος, δοριξ νεό-τμᾱτος, ον,
newly cut, Theocr.