περιολισθαίνω
From LSJ
English (LSJ)
later for περιολισθάνω.
German (Pape)
[Seite 585] u. περιολισθάνω (s. ὀλισθάνω), herum-, darüberhin- und hergleiten, ausgleiten, fallen, Plut. Marcell. 15 u. sonst.
Greek Monolingual
Α
γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].
Russian (Dvoretsky)
περιολισθαίνω: и περιολισθάνω
1 быть скользким или скользящим (ὑγροὶ καὶ περιολισθαίνοντες ἁρμοί Plut.);
2 соскальзывать, выскальзывать Plut.;
3 проскальзывать (εἴς τι Plut.).