πρῶτα
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
German (Pape)
[Seite 804] adv., neutr. plur. von πρῶτος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. πρῶτος.
Greek Monolingual
Ν
επίρρ. βλ. πρώτος.
Russian (Dvoretsky)
πρῶτα:
I τά [pl. к πρῶτον
1 начало (τὰ π. τῆς Ἰλιάδος Plat.);
2 (sc. ἆθλα) первая награда Soph.: τὰ π. λαμβάνειν Hom. взять первую награду (в состязаниях).
II (τά) adv. = πρῶτον.
English (Woodhouse)
(see also: πρότερος) for the first time, in the first place