φιλήνωρ
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
v. φιλάνωρ.
German (Pape)
[Seite 1277] ορος, dor. φιλάνωρ, = φίλανδρος; Aesch. u. Pind., s. oben; Col. 204; Mus. 267.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui aime son mari ; conjugal.
Étymologie: φίλος, ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνωρ: дор. φιλάνωρ, ορος (ᾱ) adj.
1 любящий людей (βιοτά Pind.);
2 любящий мужа: πόθος φ. Aesch. тоска по милому мужу: στίβοι φιλάνορες Aesch. память по милом некогда муже.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνωρ: ἴδε ἐν λέξ. φιλάνωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ Α
(επικ. τ.) βλ. φιλάνωρ.