ἐρρωμένως
From LSJ
οὐδ' ἄν Χρόνος ὁ πάντων πατήρ δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος → not even Time, the father of all, could undo their outcome
French (Bailly abrégé)
adv.
avec force, solidement.
Étymologie: ἐρρωμένος, part. pf. Pass. de ῥώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρρωμένως:
1 крепко, сильно (πασσαλεύειν Aesch.);
2 решительно, энергично (ἐπιτιμᾶν Isocr.);
3 мужественно, стойко (χωρεῖν Xen.; τοὺς πόνους ὑπομένειν Arst.; ἀγωνίσασθαι πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.);
4 усердно, основательно (μαθεῖν Plat.);
5 пристально, внимательно (σκοπεῖν Isocr.).