ὁμιχλώδης
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 332] ες, nebelartig, wolkig, trübe; καὶ τὸ νοτερόν, Tim. Locr. 99 c; ἡμέρα, Pol. 3, 84, 1; ἀχλύς, 34, 11, 15; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ὁμιχλώδης:
1 туманный, мглистый (ἡμέρα Polyb.; νύκτες Plut.);
2 похожий на туман (ἀναθυμίασις Plut.).