ἀνακογχυλίζω
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
= -ιάζω, Eup.275, Ruf. ap. Aët.2.92, Poll.6.25, Gal.11.769.
Spanish (DGE)
(ἀνακογχῠλίζω) 1 v. act. hacer gárgaras ὕδωρ μοί τις δότω ἀνακογχυλίσαι Eup.275.
2 v. med. meter en la boca, enjuagarse la boca τὰ μὲν διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχεόμενα φάρμακα ... τὰ δ' ἀνακογχυλιζόμενα καὶ μασώμενα Gal.11.769, πρὸς δὲ τὰς ὀδονταλγίας ἁρμόζει ἑψόμενα σὺν ὄξει καὶ ἀνακογχυλιζόμενα Dsc.Eup.1.66
•incluyendo la idea de ingerir τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι (τὸ γάλα) συμφέρει Ruf.Fr.58.1.
French (Bailly abrégé)
1 se gargariser;
2 employer comme gargarisme.
Étymologie: ἀνά, κογχυλίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακογχῠλίζω: -ισμός, Πολυδ. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.