καθέζω
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
French (Bailly abrégé)
ao. ind. 3ᵉ sg. καθεῖσε, sbj. 3ᵉ pl. καθέσωσι;
plonger dans;
Moy. καθέζομαι (impf. ἐκαθεζόμην, fut. καθεδοῦμαι, ao. ἐκαθέσθην);
1 s'asseoir : ἐπί τινι, ἔν τινι, εἴς τι, sur qch;
2 être ou demeurer assis ; être immobile, inerte.
Étymologie: κατά, ἕζω.