ἀπολογοῦμαι
From LSJ
Mantoulidis Etymological
(=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυτό μου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπόλογος (=διήγηση) → ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολόγημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητικός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀναπολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).