τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό ἀπαλλότριος (ἀπό + ἀλλότριος ἄλλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα).