ἐλλέβορος

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ellébore, plante employée contre la folie ; ◊ prov. πῖθ’ ἑλλέβορον litt. bois de l'ellébore, càd tu es fou, va te faire soigner !.
Étymologie: DELG étym. obsc. ; pê ἐλλός², βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλέβορος: и ἑλλέβορος ὁ бот. эллебор, чемерица (Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἐ. κινεῖ τὴν ἄνω κοιλίαν Arst.): πῖθ᾽ ἑλλέβορον Arph. попей эллебора, т. е. ты с ума спятил.

Mantoulidis Etymological

(=βότανο γιά θεραπεία τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ βιβρώσκω.
Παράγωγα: ἐλλεβορίζω (=δίνω σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=θεραπεία μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο ρῆμα βιβρώσκω.

Léxico de magia

ὁ bot. eléboro oculto bajo un nombre secreto γόνος Ἡλίου· ἐ. λευκός semen de Helios es eléboro blanco P XII 433