Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα γεν- τοῦ γίγνομαι. Τό γεννῶ εἶναι ἐνεργητικό τοῦ γίγνομαι.
Παράγωγα: γέννα (=γέννηση, καταγωγή), γενναῖος, γεννάδας (=εὐγενής), γενναιότης, γέννημα, γέννησις, γεννητής, γεννητικός, γεννητός, γεννήτωρ, γεννήτρια, ἀγέννητος.