σκηπάνιον
From LSJ
πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils
English (LSJ)
τό,Dim. of σκηπάνη.
German (Pape)
[Seite 896] τό, = σκῆπτρον, σκήπων, Stab, Scepter; σκηπανίῳ γαιήοχος ἀμφοτέρω κεκοπώς, Il. 13, 59, wie σκηπανίῳ δίεπ' ἀνέρας 24, 247; sp. D., wie Eryc. 9 (IX, 233).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bâton ; sceptre.
Étymologie: σκήπτω.
English (Autenrieth)
= σκῆπτρον, Il. 13.59 and Il. 24.247.
Russian (Dvoretsky)
σκηπάνιον: (ᾰ) τό жезл, скиптр Hom., Anth.