συστρεπτικός

From LSJ
Revision as of 13:44, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3, $4$5 ")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρεπτικός Medium diacritics: συστρεπτικός Low diacritics: συστρεπτικός Capitals: ΣΥΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: systreptikós Transliteration B: systreptikos Transliteration C: systreptikos Beta Code: sustreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, coagulative, of cold, Hp.Epid.6.3.6, Vict.2.54.

German (Pape)

[Seite 1045] ή, όν, zusammendrehend, -ziehend, Hippocr.; dicht, fest machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συστρεπτικός: -ή, -όν, πάνυ ψυχρός, συμπηγνύων, ἐπὶ τοῦ ψύχους, Ἱππ. 1175C, ἴδε συστρέφω Ι. 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συστρέφω
(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστρεπτικός -ή -όν [συστρέφω] stollend, stremmend, coagulerend.