ἄλθεξις
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
εως, ἡ, healing, cure, Hp.Fract.10, Art.34, cf. Aret.CA 2.2:—fut. Med. ἀλθέξομαι (as if from *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, SD2.8.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
cura Hp.Fract.10, Art.34, Aret.SD 1.1.1, 2.9.14, SA 2.2.7.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, Heilung, Hippocr. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἄλθεξις: -εως, ἡ θεραπεία, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 758. περὶ Ἄρθρ. 800 (ἔνθα ὁ Γαλην. ἄθελξις), πρβ. Ἀρεταῖον Θερ. Ὀξ. Νόσ. 2. 2.
Greek Monolingual
ἄλθεξις (-εως), η (Α)
θεραπεία, γιατριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του μέλλ. (ἀλθέξ-ομαι) του ρήμ. ἀλθαίνω.