βούχιλος
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
ον, rich in fodder, λειμών A. Supp. 540 (lyr.); Ἀρκαδίη AP 6.108 (Myrin.).
Spanish (DGE)
(βούχῑλος) -ον
rico en pasto para las vacadas λειμών A.Supp.540, Ἀρκαδίη AP 6.108 (Myrin.).
German (Pape)
[Seite 460] Rinder nährend, λειμών Aesch. Suppl. 5, 40; Arkadien Myrin. 1 (VI, 108).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nourrissant pour les bœufs, ou en gén. pour les troupeaux.
Étymologie: βοῦς, χιλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούχιλος -ον βοῦς, χιλός rijk aan gras.
Russian (Dvoretsky)
βούχῑλος: питающий быков, тучный (λειμών Aesch.; Ἀρκαδία Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βούχῑλος: -ον, πλούσιος εἰς νομήν, τρέφων βοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 540.
Greek Monolingual
βούχιλος, -ον (Α)
1. ο πλούσιος σε χορτάρι
2. αυτός που τρέφει βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χιλος < χιλός «χορτάρι για ζώα»].