περίορθρον
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
German (Pape)
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
point du jour.
Étymologie: περί, ὄρθρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίορθρον -ου, τό [περί, ὄρθρος] ochtendschemering.
Russian (Dvoretsky)
περίορθρον: τό рассвет Thuc.
English (Woodhouse)
(see also: περίορθρος) time just before daybreak