συγκατοικτίζομαι
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
Med., fut. -ιοῦμαι, lament with or together, S. Tr.535.
French (Bailly abrégé)
déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.
Russian (Dvoretsky)
συγκατοικτίζομαι: совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ οἷα πάσχω Soph.).
Greek Monolingual
Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].
Greek Monotonic
συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.