σειρός
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
v. σιρός.
German (Pape)
[Seite 868] heiß, hitzig, brennend, bes. von der Sonnen-u. Sommerhitze, sommerlich; dah. ἡ σειρά, sc. ἐσθής, u. τὸ σειρόν, sc. ἱμάτιον, ein leichtes Sommerkleid, VLL.; Suid. leitet das Wort von σείρ, σειρός, = ἥλιος her; wahrscheinlich verwandt mit θέρος, was dorisch σέρος lauten konnte, u. so σείριος = θέριος, θερινός, wie bei uns Sonne u. Sommer verwandt sind. ὁ, s. σιρός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σιρός.
Chinese
原文音譯:seir£ 些拉
詞類次數:名詞(1)
原文字根:地穴
字義溯源:鏈子^,繩索,粗繩,坑,地穴;或出自(σύρω)=拖拉*)。同源字: (βρέφος)4,腳鐐 2) (σειρά / σιρός / σειρός)鏈子
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 坑中(1) 彼後2:4