τρίκροτος

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκροτος Medium diacritics: τρίκροτος Low diacritics: τρίκροτος Capitals: ΤΡΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: tríkrotos Transliteration B: trikrotos Transliteration C: trikrotos Beta Code: tri/krotos

English (LSJ)

ον, rowed with triple stroke, of a trireme, Aristid.Or.25(43).4; sc. ναῦς, Sch.Ael.Tact.p.234K.-R.: cf. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκροτος: -ον, ὁ διὰ τριπλοῦ κτυπήματος τῶν κωπῶν κωπηλατούμενος, ἐπὶ τριήρους ἐχούσης τρεῖς στοίχους κωπῶν ἑκατέρωθεν, Ἀριστείδ. 1. 539· πρβλ. δίκροτος, μονόκροτος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκροτος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τρίκροτο
παλαιό πολεμικό ιστιοφόρο πλοίο με τρία επάλληλα πυροβολεία
2. φρ. «τρίκροτος σφυγμός» — δίκροτος σφυγμός που ακολοθείται από εκτακτοσυστολή, έτσι ώστε στο σφυγμογράφημα να εμφανίζονται δύο επάρματα στο κατιόν σκέλος της καμπύλης του σφυγμού
μσν.-αρχ.
(για πολεμικό πλοίο) αυτός που κωπηλατείται με τριπλό χτύπημα τών κουπιών, αυτός που έχει και από τις δύο πλευρές τρεις σειρές κουπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κρότος (πρβλ. δί -κροτος)].