ἐλαιόσπονδα
From LSJ
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά, drink offerings of oil, Porph.Abst.2.20.
German (Pape)
[Seite 789] τά, sc. ἱερά, Trankopfer von Oel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόσπονδα: (ἐνν. ἱερά), τά, σπονδαὶ ἐξ ἐλαίου, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψυχ. 2. 20· πρβλ. οἰνόσπονδα, ὑδρόσπονδα.