μολοσσίαμβος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
[ῐ] (sc. πούς), ὁ, the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μολοσσίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ ἴαμβος, Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
Greek Monolingual
μολοσσίαμβος, ὁ (Α)
(ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, δηλαδή -υ-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + ἴαμβος.