ἐπίνικος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, = ἐπινίκιος (epinician, epinicion, epinikion, of victory, to celebrate victory, of a triumph, triumphal), ἄωτος Pi. O. 8.75, cf. Stratt. 40 (dub.l.) ; Subst. ἐπίνικος (sc. ὕμνος), ὁ, Aristid. Or. 28 (49).34, 61 (pl.).
German (Pape)
[Seite 965] dasselbe, Pind. Ol. 8, 75, χειρῶν ἄωτον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίνῑκος: Pind. = ἐπινίκιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίνῑκος: -ον, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 8, 99, Στράττις ἐν «Πυτίσῳ» 1· ἐπίνικος (ἐξυπ. ὕμνος), ὁ, Ἀριστείδ. 2. σ. 373, πρβλ. Böckh Σχόλ. εἰς Πίνδ. σ. 460.
English (Slater)
ἐπῐνῑκος, ἐπῐνῑκῐος, -ον of victory ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον (O. 8.75) ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς (N. 4.78)
Greek Monolingual
ἐπίνικος, -ον (AM) νίκη
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος
ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῦ Πινδάρου»)
αρχ.
ο επινίκιος.