τροχαϊκός

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾱϊκός Medium diacritics: τροχαϊκός Low diacritics: τροχαϊκός Capitals: ΤΡΟΧΑΪΚΟΣ
Transliteration A: trochaïkós Transliteration B: trochaikos Transliteration C: trochaikos Beta Code: troxai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. -κῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)

German (Pape)

[ᾱ], oder nach einigen Gramm. richtiger τροχαιϊκός.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῖος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.