ἀκολάστημα
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ατος, τό, act of intemperance, act of licentiousness (ἀκολασία), Plu.Crass.32, M.Ant. 11.20, Muson.Fr.4p.14H.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 intemperancia, plu. excesos Ar.Lys.398, M.Ant.11.20, Anaxandr.75, Cat.Ps.118 Pal.31a.12.
2 concr. obscenidad Μιλησιακῶν ἀκολαστημάτων πήρα un zurrón lleno de obscenidades milesias de las Novelas Milesias, Plu.Crass.32.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action licencieuse.
Étymologie: ἀκολασταίνω.
German (Pape)
τό, Ausschweifung, Plut. Crass. 32; s. ἀκολάσταμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀκολάστημα: ατος τό распутство, бесчинство Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολάστημα: -ατος, τό, πρᾶξις ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ.
Greek Monolingual
ἀκολάστημα, το (Α) ἀκολασταίνω
πράξη ακολασίας.
Greek Monotonic
ἀκολάστημα: -ατος, τό, η πράξη της ἀκολασίας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
an act of ἀκολασία, Plut.