ἀργυρόω

From LSJ
Revision as of 12:54, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόω Medium diacritics: ἀργυρόω Low diacritics: αργυρόω Capitals: ΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: argyróō Transliteration B: argyroō Transliteration C: argyroo Beta Code: a)rguro/w

English (LSJ)

A to cover with silver, ὀστέον Dialex.2.13; βωμόν IG3.899.4: —Pass., to be silvered, silver-plated, ῥύπος ἠργυρωμένος Men.Mon.469; ἀργυρούμενα ἢ ἐνηργυρωμένα σκεύη Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.97.4. II metaph. of persons, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις rewarded with silver wine-cups, Pi.N.10.43; also ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα songs with silvered brow, i.e. mercenary, Id.I.2.8.

Spanish (DGE)

I 1recubrir de plata, platear τὸ ὀστέον Dialex.2.13
cubrir de plata, llenar con objetos de plata ἱερόφαντιν ... ἀργυρώσασαν τὸν βωμόν IG 22.3585.5 (II d.C.)
fig. en v. pas. ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα ... ἀοιδαί de cantos mercenarios, Pi.I.2.8, ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος Men.Mon.702, cf. BGU 387.20 (II d.C.).
2 confeccionar, fabricar en plata una placa votiva IChS 307 (Ormidia).
II pagar, premiar en v. pas. ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις Pi.N.10.43.

German (Pape)

versilbern, ἀοιδαὶ πρόσωπα ἀργυρωθεῖσαι Pind. I. 2.8, denen man das Bezahltwerden ansieht; vgl. N. 10.43, mit Geld bezahlt werden; ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένη Men. monost. 469.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόω:
1 покрывать или отделывать серебром (ῥύπος ἠργυρωμένος Men.);
2 оплачивать серебром (ἀργυρωθῆναι σὺν φιάλαις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόω: καλύπτω δι’ ἀργύρου, «ἀσημώνω» Συλλ. Ἐπιγρ. 435: ― ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ παθητ. ἐπαργυροῦμαι, «ἀσημώνομαι», ῥύπος ἠργυρωμένος Μενάνδρ. Μονόστ. 469: παρὰ Πινδ. ἐπὶ προσώπων, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις, ἀνταμειφθέντες δι’ ἀργυρῶν ποτηρίων οἴνου, Ν. 10. 80· οὕτως, ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα, ᾠδαὶ ἔχουσαι ἄργυρον ἐπὶ τῶν προσώπων, δηλ. μισθωταί, ὤνιοι, εὐτελεῖς, Ι. 2, 13.

English (Slater)

ἀργῠρόω besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)