ἀργυρόω
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
A to cover with silver, ὀστέον Dialex.2.13; βωμόν IG3.899.4: —Pass., to be silvered, be silver-plated, ῥύπος ἠργυρωμένος Men.Mon.469; ἀργυρούμενα ἢ ἐνηργυρωμένα σκεύη Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.97.4.
II metaph. of persons, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις rewarded with silver wine-cups, Pi.N.10.43; also ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα songs with silvered brow, i.e. mercenary, Id.I.2.8.
Spanish (DGE)
I 1recubrir de plata, platear τὸ ὀστέον Dialex.2.13
•cubrir de plata, llenar con objetos de plata ἱερόφαντιν ... ἀργυρώσασαν τὸν βωμόν IG 22.3585.5 (II d.C.)
•fig. en v. pas. ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα ... ἀοιδαί de cantos mercenarios, Pi.I.2.8, ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος Men.Mon.702, cf. BGU 387.20 (II d.C.).
2 confeccionar, fabricar en plata una placa votiva IChS 307 (Ormidia).
II pagar, premiar en v. pas. ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις Pi.N.10.43.
German (Pape)
versilbern, ἀοιδαὶ πρόσωπα ἀργυρωθεῖσαι Pind. I. 2.8, denen man das Bezahltwerden ansieht; vgl. N. 10.43, mit Geld bezahlt werden; ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένη Men. monost. 469.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόω:
1 покрывать или отделывать серебром (ῥύπος ἠργυρωμένος Men.);
2 оплачивать серебром (ἀργυρωθῆναι σὺν φιάλαις Pind.).
Greek Monolingual
(AM ἀργυρῶ ἀργυρόω) επαργυρώνω
αρχ.
(-ούμαι) (για πρόσωπα) ανταμείβομαι με άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος.
ΠΑΡ. αργύρωμα.
ΣΥΝΘ. εξαργυρώνω (-ώ), επαργυρώνω (-ώ)
αρχ.
διαργυρώ, εναργυρώ, καταργυρώ, υπαργυρώ
αρχ.-μσν.
περιαργυρώ
νεοελλ.
επαργυρώνω].
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόω: καλύπτω δι’ ἀργύρου, «ἀσημώνω» Συλλ. Ἐπιγρ. 435: ― ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἐν τῷ παθητ. ἐπαργυροῦμαι, «ἀσημώνομαι», ῥύπος ἠργυρωμένος Μενάνδρ. Μονόστ. 469: παρὰ Πινδ. ἐπὶ προσώπων, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις, ἀνταμειφθέντες δι’ ἀργυρῶν ποτηρίων οἴνου, Ν. 10. 80· οὕτως, ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα, ᾠδαὶ ἔχουσαι ἄργυρον ἐπὶ τῶν προσώπων, δηλ. μισθωταί, ὤνιοι, εὐτελεῖς, Ι. 2, 13.
English (Slater)
ἀργῠρόω besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) (N. 10.43) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) (I. 2.8)
Translations
silver-plate
Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar