ἀνάριστος
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ον, = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνήρ- Hsch.; ἀνέρ- Hsch.s.u. ἀνήριστα
• Prosodia: [-ᾱ-]
que no ha almorzado ἄδειπνοι ἦσαν ..., ἦσαν δὲ καὶ ἀνάριστοι X.An.1.10.19, cf. Hp.VM 11, Theoc.15.147, Men.Fr.821, Plb.3.72.3, Plu.2.127e, Gal.15.562, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Gegensatz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas dîné.
Étymologie: ἀ, ἄριστον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάριστος: (ᾱρ) не (по)завтракавший, натощак Xen., Theocr., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάριστος: -ον, ἀναρίστητος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 19, κτλ.· ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος.
Greek Monolingual
ἀνάριστος, -ον (Α)
ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άριστον «πρωινό».
ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ].