βραδυδινής

Revision as of 20:02, 1 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ές, one who slowly turns, slowed-dying or whirling, Nonn.D.37.482.

Spanish (DGE)

(βρᾰδῠδῑνής) -ές
de ruedas lentas, δίφρος Nonn.D.37.482
fig. de lento movimiento, tardo θυμός Nonn.Par.Eu.Io.20.25.

German (Pape)

[Seite 460] ές, langsam wirbelnd, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδῠδῑνής: ὁ βραδέως δινούμενος ἢ περιστρεφόμενος, Νόνν. Δ. 37. 482.

Greek Monolingual

βραδυδινής, -ές (Α)
αυτός που περιστρέφεται αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -δίνης < δινώ (-έω) «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω» (πρβλ. αιθεροδινής, αλιδινής, περιδινής κ.ά.)].