αἰθεροδινής

From LSJ
Revision as of 09:21, 2 December 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Spanish (DGE)

(αἰθεροδῑνής) -ές
que forma remolinos en el éter Orác. en Theos.Tub.13.

Greek Monolingual

αἰθεροδινής, -ές (Α)
ο στροβιλιζόμενος στον αιθέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ, -έρος + -δίνης < δινῶ, -έω «περιστρέφω, συστρέφω, στροβιλίζω»].