αβάπτιστος

From LSJ
Revision as of 13:29, 2 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

και αβάφτιστος, -η, -ο (AM ἀβάπτιστος, -ον) βαπτίζω
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς
2. άδικος, σκληρός, κακός
αρχ.
1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί
2. αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με υγρό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀβάπτιστον
είδος ιατρικής τρυπάνης.

Translations

unbaptized

Finnish: kastamaton; Greek: αβάπτιστος; Ancient Greek: ἀβάπτιστος; German: ungetauft, nicht getauft; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Swedish: odöpt