Αὐτομέδων
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
Automédon :
1 cocher d'Achille;
2 autres.
Étymologie: αὐτός, μέδω.
Russian (Dvoretsky)
Αὐτομέδων: οντος ὁ Автомедонт (возница Ахилла) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
Αὐτομέδων: -οντος, ὁ, ὁ αὐτὸς ἑαυτὸν κυβερνῶν, ὄνομα τοῦ ἡνιόχου τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. ― κλητ. ὦ Αὐτόμεδον, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157.
English (Autenrieth)
son of Diōres, charioteer of Achilles, Il. 17.536, Il. 16.145.
Spanish (DGE)
-οντος, ὁ
Automedonte
I mit.
1 auriga de Aquiles y de Neoptólemo Il.9.209, 17.429, Q.S.9.225.
2 pretendiente de Hipodamía, muerto por Enomao, Hes.Fr.259a.
3 personaje de la Blemiomaquia, Blemyom.16.
II 1tirano de Eretria, IV a.C., D.9.58.
2 poeta epigramático de Cízico AP 4.2, 11.29, Autom., I.
Greek Monotonic
Αὐτομέδων: -οντος, ὁ, αυτός που κυβερνά τον εαυτό του, όνομα του ηνίοχου του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.