προσαύλειος

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαύλειος Medium diacritics: προσαύλειος Low diacritics: προσαύλειος Capitals: ΠΡΟΣΑΥΛΕΙΟΣ
Transliteration A: prosaúleios Transliteration B: prosauleios Transliteration C: prosayleios Beta Code: prosau/leios

English (LSJ)

ον, near a farmyard, rustic, E.Rh.273.

German (Pape)

[Seite 752] in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne une ferme ou la vie des champs, rustique.
Étymologie: πρός, αὐλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε αγρό, αγροτικός («παῦσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔλειος (< αὐλή)].

Greek Monotonic

προσαύλειος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην αυλή αγροικίας, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προσαύλειος: скотный, пастуший: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела.

Middle Liddell

προσ-αύλειος, ον,
near a farm-yard, rustic, Eur.