κραντήρ

Revision as of 16:58, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (κραίνω) A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833. II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Vollender, Vollzieher, der Herr. – So heißt der Weisheitszahn, der hinterste, zuletzt hervorbrechende Backzahn, der die Zahnreihe vollendet, Arist. H.A. 2.4 und Sp., die es auch überhaupt für »Zahn« gebrauchen, Nic. Ther. 447, wo der Schol. zu vergleichen.

Russian (Dvoretsky)

κραντήρ: ῆρος ὁ κραίνω зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.

Greek Monolingual

κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῖοι τοῖς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κραντήρ: -ῆρος, ὁ (κραίνω), κάποιος που εκτελεί, περατώνει· κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, θηλ. κράντειρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κραντήρ, ῆρος, κραίνω
one that accomplishes: a ruler, sovereign, fem. κράντειρα, Anth.