ἐνόριος

From LSJ
Revision as of 22:08, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόριος Medium diacritics: ἐνόριος Low diacritics: ενόριος Capitals: ΕΝΟΡΙΟΣ
Transliteration A: enórios Transliteration B: enorios Transliteration C: enorios Beta Code: e)no/rios

English (LSJ)

ον, (ὅρος) within the boundaries, Poll.9.8; on the boundaries, θεοί Hld.10.1: Subst. ἐνορία, ἡ, territory of a city, πόλις καὶ ἐνορία POxy. 1101.5 (iv A. D.), cf. Cod.Just.1.2.25.1, etc.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1dentro de los límites, de las fronteras βίον δ' ἐνόριον νομάδα τ' ἐζηλωκότες Scymn.Fr.12, χῶρος Poll.9.8, δικαστήριον op. ὑπερόριος SB 8988.76 (VII d.C.) en BL 10.195.
2 fronterizo, de la frontera, protector de las fronteras Ἐνόριοι θεοί SEG 37.1100.17 (Apolonia de Pisidia II d.C.), cf. Hld.10.1.2.
II subst.
1ἐνορία = territorio dependiente de una aglomeración principal:
a) de una ciudad distrito, término municipal ἐ. Μείρου MAMA 1.403.7 (Frigia II d.C.), περὶ κώμην Ἰμούθου τῆς Λυκοπολιτῶν ἐνορίας PBeatty Panop.2.136 (III d.C.), πόλις τε καὶ ἐνορία POxy.1101.5 (IV d.C.), cf. Cod.Iust.1.2.25.1, ἡ ὀρεινὴ ἐνορία Gr.Nyss.Ep.1.6, ἡ πόλις καὶ αἱ κῶμαι τῆς ἐνορίας τῆς ὑμετέρας Wilcken Chr.281.45 (IV d.C.), ἡ Ἀρσινοειτικὴ ἐνορία PDub.32.2 (VI d.C.), cf. Basil.Ep.206;
b) de una aldea ἐν τῇ ἐνορίᾳ τῆς κώμης Καρανίδος PCol.174.3 (IV d.C.), cf. Stud.Pal.20.128.5 (V d.C.), PMasp.2.3.3 (VI d.C.);
c) crist. diócesis unidad administrativa de la iglesia, Thdt.Ep.18, ἡ Ἀπαμέων ἐνορία CCP (536) Act.36 (p.106.17), cf. IGLBulg.97.7 (VI d.C.).
2 τὸ ἐνόριον = espacio delimitado, acotado, SEG 48.2007.15, 23 (Egipto I d.C.).

German (Pape)

[Seite 850] innerhalb der Grenzen, Sp.; θεοί, Landesgötter, Hel. 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόριος: -ον, (ὅρος) ἐντὸς τῶν ὁρίων, Πολυδ. Θ΄, 8˙ ὁ ἐπὶ τῶν ὁρίων, θύσας... θεοῖς ἐνορίοις Ἡλιόδ. 10. 1: - ἡ ἐνορία, ἡ χώρα ἡ ἐντὸς τῶν ὁρίων, τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν Χρον. Πασχ. σ. 78, 9. 2) ὡς οὐσ. ἡ ἐνορία, ὡς καὶ νῦν, ἐνορία ἐκκλησίας, ἐνορία ἱερέως, κτλ., Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. 1001Α, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 361Α, Ἰουστ. Κῶδ. 1, 2, 26 § α΄, Βασιλ. Πορφ. Νεαρ. 319˙ - ἐκ τοῦ ἐνορία ἐσχηματίσθησαν, ἐνορίτης, θηλ. ἐνορῖτις, ἐνοριακός, ή, όν, Σύνοδ. Χαλκ. Πρ. 14, σ. 723, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ἐνόριος, -ον (AM) όριον
1. αυτός που περικλείεται από τα σύνορα
2. αυτός που βρίσκεται στα σύνορα.