εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.
οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.