χελωνάριον

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελωνάριον Medium diacritics: χελωνάριον Low diacritics: χελωνάριον Capitals: ΧΕΛΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: chelōnárion Transliteration B: chelōnarion Transliteration C: chelonarion Beta Code: xelwna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of χελώνη, A inferior tortoise-shell, Peripl. M.Rubr.10. 2 tail-piece, of the stand of a torsion-engine, Hero Bel.84.8.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χελωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χελώνη, μικρὰ χελώνη, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = κωλυμάτιον, πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ χελώνη ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. όστρακο από μικρή χελώνα
2. κωλυμάτιον, εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. στρουθ-άριον)].