χελωνάριον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, Dim. of χελώνη, A inferior tortoise-shell, Peripl. M.Rubr.10. 2 tail-piece, of the stand of a torsion-engine, Hero Bel.84.8.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χελωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χελώνη, μικρὰ χελώνη, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = κωλυμάτιον, πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ χελώνη ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. όστρακο από μικρή χελώνα
2. κωλυμάτιον, εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. στρουθ-άριον)].