ἐκσοβέω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
scare away, ὄρνεις Men.168; πτῶκας AP6.167 (Agath.); νόον ἐκ στέρνων ib.5.259 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
espantar, ahuyentar τὰς ὄρνις Men.Fr.132.4, πτῶκας AP 6.167 (Agath.), en v. pas. ἑρπετῶν συριγμοῖς ἐκσεσοβημένοι LXX Sap.17.9
•fig. τὸ ... ἀκόλαστον ἐκσοβήσας ... νήφουσαν ἔδωκε ... ἀπόκρισιν Plu.2.715c, ἐκ στέρνων ... νόον AP 5.260 (Paul.Sil.)
•sacudir, quitar el polvo al caballo, Poll.1.199.
German (Pape)
[Seite 778] herausscheuchen, Men. bei Ath. IX, 373 c; Agath. 28. (VI, 167).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser, repousser.
Étymologie: ἐκ, σοβέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσοβέω:
1 выпугивать, пугая выгонять (τὰς ὄρνεις Men.);
2 вспугивать (πτῶκας Anth.);
3 перен. прогонять, удалять (τὸ ἀκόλαστον Plut.; νόον ἐκ στέρνων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσοβέω: ἐκφοβῶ, ἐκδιώκω, Μένανδ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 6, Ἀνθ. Π. 6. 167· νέον ἐκ στέρνων αὐτόθι 5. 260.
Greek Monotonic
ἐκσοβέω: μέλ. -ήσω, διώχνω, αποσοβώ, σε Ανθ.