καθέζω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
French (Bailly abrégé)
ao. ind. 3ᵉ sg. καθεῖσε, sbj. 3ᵉ pl. καθέσωσι;
plonger dans;
Moy. καθέζομαι (impf. ἐκαθεζόμην, fut. καθεδοῦμαι, ao. ἐκαθέσθην);
1 s'asseoir : ἐπί τινι, ἔν τινι, εἴς τι, sur qch;
2 être ou demeurer assis ; être immobile, inerte.
Étymologie: κατά, ἕζω.