ἐγκαυχάομαι
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
pride oneself on, ἔν τινι LXX Ps.73(74).4; τινί Aesop. 230, Eustr.in EN272.14.
Spanish (DGE)
1 jactarse, gloriarse c. gen., dat. o rég. prep. ἐν κακίᾳ LXX Ps.51.3, cf. 96.7, 105.47, Gr.Naz.M.35.465A, αὐτὸ γὰρ τὸ ξύλον εἰς ὃ ἐγκαυχᾶσαι, τὸ πᾶν ἐσάλευσεν el mismo madero del que tú te glorías ha conmovido al universo Rom.Mel.22.ζʹ.6, γονέων αὐτοῦ SB 9548.14 (VI d.C.), c. ὡς y part. pred. ὡς δικαιοσύνας μεγάλας ποιῶν Didym.M.39.1637C
•c. inf. fut. ἐγκαυχᾶται νικήσειν τὸν Κλέωνα Sch.Ar.Eq.411b.
2 en sent. posit. alegrarse, gozarse, exultar τῷ κυρίῳ Clem.Al.Paed.1.6.50
•abs., Cyr.H.Catech.13.22.
3 lanzar imprecaciones καὶ ἐνεκαυχήσαντο οἱ μισοῦντες σε LXX Ps.73.4, κατὰ τῆς πόλεως Sch.A.Th.452-456a.
German (Pape)
[Seite 707] sich womit brüsten, prahlen, τινί, LXX., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαυχάομαι: ἀποθ. καυχῶμαι ἔν τινι, ὑπερηφανεύομαι, ἔν τινι Ἑβδ. (Ψαλμ. ογ΄, 4). Αἴσωπ.
Chinese
原文音譯:katakauc£omai 卡他-考哈哦買
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-自誇
字義溯源:誇勝,自誇,誇大,誇口;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(καυχάομαι)=誇耀)組成;而 (καυχάομαι)出自(αὐτόχειρ)X*=自誇),或出自(εὔχομαι)=願望)。
同義字:1) (κατακαυχάομαι / ἐγκαυχάομαι)誇勝 2) (καυχάομαι)誇耀 3) (περπερεύομαι)誇口
出現次數:總共(4);羅(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 要向⋯誇勝(1) 雅2:13;
2) 你⋯誇口(1) 羅11:18;
3) 自誇(1) 雅3:14;
4) 誇口(1) 羅11:18
French (New Testament)
-ῶμαι
se vanter ; tirer fierté ; s'enorgueillir
[ἐν, καυχάομαι]