ἀλεξιφάρμακον
From LSJ
Middle Liddell
an antidote, remedy, Plat.:— τινός against a thing, Plat.
German (Pape)
[Seite 93] τό, Mittel gegen Gift, Plat. Polit. 279 c; Theophr.; Titel eines Gedichts des Nicander; übh. Schutzmittel, ἀλ. τῶν λόγων, gegen die Reden, Plat. Legg. XII, 957 d; ὥσπερ ἀλ. ἔσται τοῖς ἀδικεῖν βουλομένοις Dem. 24, 85. – Adj., δυνάμεις ἀλεξιφάρμακοι, als Gegenmittel dienend, Plut. Symp. 4, 1, 3.
Greek Monotonic
ἀλεξιφάρμᾰκον: τό, αντίδοτο, γιατρικό, φάρμακο, σε Πλάτ.· ἀλ. τινος, ενός πράγματος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξιφάρμακον: τό
1 противоядие Plat.;
2 перен. предохранительное средство (τινος Plat., τινι Dem., Men.).