espontáneamente
From LSJ
Spanish > Greek
ἀδιδάκτως, ἀκατασκεύως, ἀποιήτως, αὐθορμήτως, ἐξ αὐτοματισμῷ, δι' αὐτοματισμόν, ἐν αὐτοματισμῷ, κατ' αὐτοματισμόν, αὐτοματισμῷ, αὐτοφυῶς, ἐθελοντεί, ἐθελοντηδόν, ἐθελοντήν, ἐθελοντί, ἐθελουσίως, ἑκουσίως, ἐμψύχως, ἐνδιαθέτως