πολυμαθημοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:01, 1 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμᾰθημοσύνη Medium diacritics: πολυμαθημοσύνη Low diacritics: πολυμαθημοσύνη Capitals: ΠΟΛΥΜΑΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: polymathēmosýnē Transliteration B: polymathēmosynē Transliteration C: polymathimosyni Beta Code: polumaqhmosu/nh

English (LSJ)

Ep. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, = πολυμαθία, Timo 20.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, = πολυμάθεια, Hippo u. Timon bei Ath. XIII, 610 b, in poet. Form πουλυμ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμᾰθημοσύνη: Ἐπικ. πουλ-, ἡ, = πολυμαθία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 610Β.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, Α
το να είναι κανείς πολυμαθής, πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μαθημοσύνη (< μανθάνω)].