ενδυνάμωση

From LSJ
Revision as of 08:43, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
1. ενίσχυση, δυνάμωμαενδυνάμωση οργανισμού»)
2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο.

Translations

strengthening

Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: versterking; Greek: δυνάμωση, ενδυνάμωση, δυνάμωμα; Ancient Greek: δυνάμωσις, ἐνδυναμία, ἐνδυνάμωσις, ἐνίσχυσις, ἐπίρρωσις, ἰσχυροποίησις, κράτησις, ῥῶσις; Italian: potenziamento, rafforzamento; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: reforzamiento, refuerzo, fortalecimiento