κατερεύγω

From LSJ
Revision as of 11:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source

German (Pape)

[Seite 1397] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.

French (Bailly abrégé)

vomir sur.
Étymologie: κατά, ἐρεύγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερεύγω uitbraken over, met acc. en gen.: ὡς θερμόν... τί μου κατήρυγεν wat een hete zooi heeft zij over mij uitgebraakt! Aristoph. Ve. 1151.

Russian (Dvoretsky)

κατερεύγω: (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать (θερμόν τινος Arph.).

Greek Monotonic

κατερεύγω: αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατερεύγω: ἀόρ. -ἡρῠγον, ἐρεύγομαι ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.

Middle Liddell

aor2 -ήρῠγον
to belch over, τινός Ar.